- μυκτηρόκομπος
- μυκτηρόκομπος, ον,A sounding from the nostril,
πνεύματα A.Th. 464
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πνεύματα A.Th. 464
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μυκτηρόκομπος — μυκτηρόκομπος, ον (ΑΜ) αυτός που παράγει θόρυβο με τους μυκτήρες, με τα ρουθούνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυκτήρ, ῆρος «ρουθούνι» + κόμπος «θόρυβος» (πρβλ. μελί κομπος)] … Dictionary of Greek
μυκτηροκόμποις — μυκτηρόκομπος sounding from the nostril masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυκτηροκόμπων — μυκτηρόκομπος sounding from the nostril masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόμπος — Σύνδεση που γίνεται με σχοινιά από διάφορα υλικά, για να εμποδιστεί η χαλάρωση των σχοινιών, για να συνδεθούν ή να κοντύνουν διάφορα σχοινιά, για να σχηματιστούν τοπικά εξογκώματα ή για να προσδεθούν σε κάποιο αντικείμενο. Οι κ. έχουν διάφορα… … Dictionary of Greek